υδροπονικός

υδροπονικός
-ή, -ό, Ν [υδροπονία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροπονία
2. φρ. «υδροπονική καλλιέργεια» — η υδροπονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”